Τσέχος φωτογράφος ,μαρτυρίες αναφέρουν ότι πιθανότατα γεννιέται γύρω στο 1872 στο Τσέσκυ Κρούμλοβ.
Κατά πληροφορίες μη επιβεβαιωμένες, αρκετά νέος βρίσκεται στην αυλή του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, και γίνεται ευνοούμενος της θετής μητέρας του Βαλιντέ Σουλτάν ( Rahime Piristu Sultan).Καλλιτεχνική φύση, με ευρωπαική φινέτσα πολύγλωσσος μιλούσε πέντε γλώσσες , καλός μάγειρας και ξέροντας την τέχνη της φωτογραφίας,εύκολα κερδίζει έδαφος στην αυλή της Βαλιντέ η οποία λάτρευε την Μυτιλήνη και είχε κάνει αρκετά ταξίδια στο νησί.Σε κάποιο από τα ταξίδια της στην Μυτιλήνη η παίρνει μαζί και τον Μράζ , ή μεταφέροντάς του τις εντυπώσεις για το νησί υποκινεί την περιέργειά του και επισκέπτεται το νησί.
Πηγαίνοντας στο νησί λοιπόν ο Μράζ γύρω στο 1898 γίνεται ο ευνοούμενος του προξένου της Αυστροουγγαρίας Natale Bargilli.Νοικιάζει σπίτι ακριβώς απέναντι από το σπίτι της οικογένειας του Γιώργου και της Βασιλικής Ψαραδέλλη, ερωτεύεται την εικοσάχρονη πρωτότοκη κόρη τους την Μαριάνθη.Τα προξενειά αναλαμβάνει μια συγγενής της οικογένειας και το 1902 παντρεύονται. Το 1904 γεννιέται η πρώτη κόρη τους η Δωροθέα και ακολουθούν , ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Θωμάς,και τέλος η Ολγα.
Ο Μράζ από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο νησί συγκινημένος από τις ομορφιές της , φωτογραφίζει οτιδήποτε τον κεντρίζει, τοπία από όλες τις γωνιές της πόλης, τα γύρω χωριά αλλά και ταξιδεύει και φωτογραφίζει, την Πέτρα , τα εγκαίνια του Σάρλιζα Παλλάς στην Θερμή, ιστορικές στιγμές της Λέσβου, σκηνές ,μετά το ψήφισμα των νεοτούρκων , από την κοινή ζωή Ελλήνων και Τούρκων ,την Απελευθέρωση της Μυτιλήνης, ακολουθεί τον ελληνικό στρατό και φωτογραφίζει τους στρατιώτες αλλά και την πορεία τους διασχίζοντας την Λέσβο.Αποθανατίζει αφίξεις σημαντικών ανθρώπων στο νησί , την απόβαση του Διεθνούς στόλου το 1905, αλλά και την απόβαση του ελληνικού στόλου.Όμως με το ξεχωριστό δικό του τρόπο φωτογραφίζει και ανθρώπινες στιγμές ελλήνων και τούρκων να γλεντούν μαζί, ανθρώπους του μόχθου την ώρα της δουλειάς τους, υφαντήρια, αγώνες στο γήπεδο του Ταρλά ,θρησκευτικές εικόνες του Ταξιάρχη, ή πομπές θρησκευτικές όπως στην Παναγιά την Γλυκοφιλούσα στο βράχο της Πέτρας.Αποθανατίζει τους κολτζήδες και τα γεγονότα με τον αποκλεισμό του νησιού λόγω της μονοπωλιακής Regie, και όλες τις αγαπημένες του γωνιές της Μυτιλήνης ,το λιμάνι, τα Τζαμάκια , την Επάνω Σκάλα, το πολυφωτογραφισμένο του Τελωνείο.
Αποκτά γρήγορα φήμη αλλά και πελατεία από όλα τα μέρη της Λέσβου που έρχονται στην Μυτιλήνη να φωτογραφηθούν στο φωτογραφείο του. Διαφημίζει τα καλλιτεχνικά του φωτογραφεία στον τοπικό τύπο το ένα στην οδό Μητροπόλεως, και το άλλο στο σπίτι που έχει στο μεταξύ αγοράσει η οικογένεια στην Οδό Αγ Παντελεήμονα 10 , όπου έχει κάνει σκοτεινό θάλαμο το υπόγειο του σπιτιού, και ένα από τα δωμάτια , το πιο φωτεινό, φωτογραφείο.Τα περισσότερα από τα πορτρέτα που έχει φωτογραφίζει έχουν τραβηχθεί σε αυτό το δωμάτιο του σπιτιού του.Τα ονόματα των ατελιέ του είναι ΗΛΙΟΣ, ΛΕΣΒΟΣ. Κατά άλλους συνεργάζεται, ή κατά άλλους μαθητεύουν κοντά του οι Αδελφοί Χουτζαίου επίσης γνωστοί και με φήμη φωτογράφοι της ιδίας περιόδου της Λέσβου.Ο ίδιος είτε και σαν εκδότης κάποιο διάστημα, είτε μόνο σαν φωτογράφος δημιουργεί πλήθος καρτ-ποστάλς και φωτογραφιών .
Μετά το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου και με τις διώξεις των Γερμανών, Αυστροούγγρων, ή και απλά Γερμανόφωνων, συλλαμβάνεται και στέλνεται μέσω Θεσσαλονίκης εξορία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γαλλία.Επιστρέφει με την πτώση της Γερμανίας και την λήξη του πολέμου πίσω στην Μυτιλήνη.Οι κακουχίες της εξορίας τον έχουν εξουθενώσει πολύ, έχει συνηθίσει το ποτό, η αγάπή του όμως για την φωτογραφία πάντα ζωντανή.Ετσι για μια ακόμα φορά κάνει ένα καινούργιο επαγγελματικό ξεκίνημα ξαναδιαφημίζει την επιστροφή του και το ατελιέ του στον τύπο και φωτογραφίζει τοπία, πορτρέτα , σκηνές της ζωής της πόλης της Μυτιλήνης, γεγονότα, αλλά και την προκυμαία με τις εργασίες της διαπλάτυνσης της.Ηταν πολύ αγαπητός στον κόσμο της Μυτιλήνης και στηρίξαν και αυτό το δεύτερο ξεκίνημά του.Ηταν πρόσχαρος , γλεντζές αγαπούσε πολύ την ζωή, χιουμορίστας, ποτέ δεν κατάφερε να μάθει να εκφράζεται αλλά και να μιλάει ελληνικά, πολλές φόρες τον καλούσαν λόγω της γλωσσομάθειάς του να κάνει χρέη διερμηνέα με αποτέλεσμα να προκαλεί το γέλιο των Μυτιληνιών στην προσπάθειά του να μιλήσει ελληνικά.Είχε μια έμφυτη φινέτσα και κέρδιζε εύκολα την συμπάθεια των γύρω του΄, ενώ ήταν νεωτεριστής και αγαπούσε και ενσωμάτωνε κάθε τι καινούργιο.
Τέλος του 1929 φεύγει με τον τυπογράφο γιό του Αντώνη, για αναζήτηση ίσως δουλειάς στην Αθήνα και χάνονται για πάντα τα ίχνη του πεθαίνοντας μακρυά από την αγαπημένη του Μυτιλήνη, που την φωτογράφισε με ελληνική ψυχή, καρδιά και μάτια