Lesvos oldies

Μια φορά και ένα καιρό... ταξίδι στο παρελθόν.

Στη Βγενούλα και σε κείνην


Ελαιουργία -σαπωνοποιία Λέσβου της Ευρυδίκης Σιφναίου, ιστορικού.

Ελαιουργία –σαπωνοποιία στη Λέσβο

Ελαιουργία –σαπωνοποιία στη Λέσβο

Η έκθλιψη των ελαιών ξεκίνησε με χειροκίνητους και ζωοκίνητους μύλους και το 1880 πέρασε στη βιομηχανική επεξεργασία λόγω της αυξημένης ζήτησης του λεσβιακού ελαιολάδου στην Κωνσταντινούπολη και τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Μαζί με το λάδι προωθήθηκε στις αγορές αυτές και το σαπούνι, ως παράγωγο του λαδιού.
Αρχικά δημιουργήθηκε μικρός χώρος σαπωνοποίησης στα ελαιοτριβεία, όπου κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών σαπωνοποιούντο ποσότητες λαδιού που είχαν μείνει απούλητες ή δεν ήταν κατάλληλες για βρόση. Στη συνέχεια η διάδοση του προϊόντος ως είδους οικιακής κατανάλωσης και προσωπικής υγιεινής και η εκτεταμένη χρήση του στα χαμάμ καθώς και για το πλύσιμο του μαλλιού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων κτιριακών εγκαταστάσεων που παρασκεύαζαν αποκλειστικά σαπούνι. Τα κτίρια αυτά ήταν τριώροφα με μεγάλα ανοίγματα στο δεύτερο και τρίτο όροφο για το στέγνωμα του σαπουνιού. Η αρχιτεκτονική τους ακολουθούσε τα  αντίστοιχα εργοστάσια της Μασσαλίας.  Επεκτάθηκαν κυρίως στις περιοχές Περάματος και Πλωμαρίου, στην Σκάλα Πολυχνίτου και στη Μυτιλήνη.

 

Η βιομηχανική παρασκευή του σαπουνιού ακολουθούσε τα παρακάτω στάδια: χύλωση, έκπλυση, ψήσιμο, έκχυση, στερεοποίηση, κόψιμο και συσκευασία. Από το ανοιχτό πάνω μέρος του σαπωνοκάζανου έριχναν το λάδι και το διάλυμα της σόδας. Άναβαν το καζάνι και το μίγμα έπαιρνε τη μορφή γαλακτώματος. Κατά τη διάρκεια της σαπωνοποίησης, μεσολαβούσαν πολλές φάσεις πλυσίματος της σαπωνόμαζας με αλατόνερο, που απομάκρυνε την περίσσια σόδα, που έφευγε από μια κάνουλα στο κάτω μέρος του καζανιού, ενώ ο «ψήστης» ανακάτωνε τη μάζα με ένα τάρακτρο  για να πετύχει την πλήρη σαπωνοποίηση. Η τελευταία φάση του ψησίματος τελειοποιούσε την σαπωνοποίηση με την προσθήκη πυκνότερων αλυσιβών.
Η διάρκεια της σαπωνοποίησης κρατούσε δυο μέρες. Όταν είχε ολοκληρωθεί, οι κόκκοι του σαπουνιού σκλήραιναν και το αφρώδες γαλάκτωμα, που σχηματιζόταν στην επιφάνεια του λέβητα, εξαφανιζόταν. Ο μάστορας μπορούσε να «δοκιμάσει» το σαπούνι στην άκρη των δακτύλων του και να διαπιστώσει αν οι κόκκοι μεταβάλλονταν, όταν πιέζονταν, σε  λεπτά λέπια, σκληρά και ξερά. Στην αντίθετη περίπτωση, αν με τη πίεση στα δάκτυλα οι κόκκοι γίνονταν κρέμα, σήμαινε ότι το διάλυμα ήθελε κι άλλο αλάτι γιατί ο διαχωρισμός δεν είχε ολοκληρωθεί.
Το άδειασμα του καζανιού γινόταν με μακριές κουτάλες μέσα σε ξύλινες σκάφες. Με αυτές η ρευστή ζεστή μάζα μεταφερόταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και χυνόταν στο πάτωμα που ήταν χωρισμένο σε ξύλινα τελάρα ή σε ξύλινα κιβώτια για να κρυώσει και να στερεοποιηθεί.
Η στερεοποίηση ελεγχόταν από ομάδες εργατών που δούλευαν κατ’ αποκοπή, από σαπωνοποιείο σε σαπωνοποιείο. Αυτοί «στάθμιζαν» (μάρκαραν) με κόκκινο σπάγκο με διαβήτη το σαπούνι και στη συνέχεια έπαιρναν αποστάσεις με το διαβήτη για να κοπεί σε ίσια τεμάχια. Στη συνέχεια, με ένα μεγάλο μαχαίρι, το στερεό πλέον σαπούνι κοβόταν σε κομμάτια, τις γνωστές «πλάκες» του σαπουνιού. Ακολουθούσε η σφράγιση με το σήμα του εργοστασίου. Οι πρώτες σφραγίδες ήταν ξύλινες από ρίζα πουρναριού. Για να χαράξουν τη σφραγίδα στο σαπούνι, χρησιμοποιούσαν αντί για σφυρί, έναν ξύλινο κόπανο. Αργότερα, η διαδικασία αυτή μηχανοποιήθηκε με χειρόπρεσες ή και μηχανικές πρέσες. Βέβαια, η παραπάνω περιγραφή αντιστοιχεί στην παραγωγή κοινών σαπουνιών και όχι αρωματικών που χρειάζονταν περισσότερα μηχανήματα και περισσότερη κατεργασία.

H βασική εγκατάσταση του σαπωνοποιείου ήταν το σαπωνοκάζανο το οποίο έχει σχήμα κυλινδρικό ή κωνικό. Ήταν κατασκευασμένο κατά προτίμηση από παχιά σφυρήλατη λαμαρίνα. Το καζάνι στηριζόταν σε κτιστή τούβλινη βάση, στο επάνω μέρος της οποίας υπήρχε η εστία. Τα καζάνια, όπως και στη Μασσαλία, ήταν τοποθετημένα μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου και απόκτησαν, στην πιο σύγχρονη εκδοχή τους, οφιοειδή σωλήνα (σερπαντίνα) στο εσωτερικό τους για να θερμαίνεται με υδρατμούς η σαπωνόμαζα.
Το καζάνι με σερπαντίνα έφερε στη βάση του κρουνό εκκένωσης για να φεύγουν οι αλυσίβες κατά τη σαπωνοποίηση. Στο Πλωμάρι, τα περισσότερα σαπωνοποιεία είχαν ζεύγη καζανιών των οποίων η χωρητικότητα ποίκιλε: από 6,5 τόνους για το μεγάλο καζάνι έως 3 για το μικρό. Με τον τύπο του μεγάλου καζανιού, που ήταν γνωστός από τα σαπωνοποιεία της Μασσαλίας, συνδέθηκε και το φερώνυμο σαπούνι. H ονομασία Σαπούνι Μασσαλίας αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο τρόπο σαπωνοποίησης σε μεγάλο καζάνι, εν θερμώ, και με διαδοχικές πλύσεις της σαπωνόμαζας. Άλλο σημαντικό μηχάνημα ήταν το «μπουράτο», είδος χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου αναδευτήρα ξηρής φάσης για την ανάμιξη του σαπουνιού με αρωματικές ουσίες ή ταλκ. Αποτελείτο από έναν κύλινδρο που περιστρεφόταν γύρω από έναν χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο άξονα και έφερε κλαδωτά μαχαίρια. Στο εσωτερικό του αναδευτήρα έριχναν το σαπούνι και τα πρόσθετα (τις αρωματικές ουσίες κλπ.) και τα ανακάτευε για ένα τέταρτο ως μισή ώρα.
Χαρακτηριστικό μηχάνημα των σαπωνοποιείων ήταν η χειρόπρεσα για το σφράγισμα των πράσινων σαπουνιών. Στα ατμοκίνητα σαπωνοποιεία, συνδεόταν με το σύστημα μετάδοσης της κίνησης και λειτουργούσε μηχανικά. Σημαντικό βοηθητικό ρόλο έπαιζαν οι αντλίες που αναλάμβαναν την ανύψωση μεγάλων ποσοτήτων ελαίου, νερού και αλυσιβών για το «φόρτωμα» του καζανιού. Μεγάλου μεγέθους ήταν και οι σιδερένιες δεξαμενές για την παρασκευή των αλυσιβών.


Συνήθως, τα μηχανήματα των σαπωνοποιείων παραγγέλνονταν μαζί με τα ελαιουργικά μηχανήματα, όταν αποφασιζόταν από τον ιδιοκτήτη η τεχνολογική αναβάθμιση του βιομηχανικού του συγκροτήματος. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το εργοστάσιο των Αφών Τραγάκη στο Πλωμάρι. Το 1898, παράγγειλαν από το μηχανουργείο του Αχιλλέα Κούππα στον Πειραιά ένα «μπουράτο» σαπουνιού χωρητικότητας 1800 οκάδων, δυο σερπαντίνες για τα ήδη υπάρχοντα καζάνια τους, μια ατμομηχανή 10 ίππων, που θα κινούσε παράλληλα και τον μηχανισμό του ελαιοτριβείου και δυο μικρά ντεπόζιτα για τις αλυσίβες. Στην πραγματικότητα 4 ατμόϊπποι έφταναν για να κινήσουν τα μηχανήματα για το σαπούνι. Όπως φαίνεται και από το σαπωνοποιείο των Αφών Γεωργαντέλλη στο Πλωμάρι, μια πλήρης παραγγελία μηχανημάτων για σαπωνοποίηση περιελάμβανε έναν οριζόντιο ατμολέβητα, συνήθως αγγλικού συστήματος, 12 ίππων, μια ατμομηχανή τεσσάρων ίππων, ένα «μπουράτο» χωρητικότητας 1500 οκάδων, ένα ιππάριο (ατμαντλία) για την τροφοδότηση του λέβητα και το απαραίτητο σύστημα μετάδοσης της κίνησης. 
Τα σκεύη και τα εργαλεία των σαπωνοποιείων στη Λέσβο ήταν απλούστερα και λιγότερο εξειδικευμένα από τα αντίστοιχα εργαλεία που εικονογραφούνται στη γαλλική Εγκυκλοπαίδεια των Diderot - Dalambert. Πλέον διαδεδομένα ήταν τα μακριά τάρακτρα και οι τρυπητές κουτάλες για το ανακάτεμα και την έκχυση της σαπωνόμαζας, οι ξύλινες σκάφες για τη μεταφορά της και τέλος το μεγάλο μαχαίρι και ο οδηγός του για το κόψιμο του σαπουνιού. Χρησιμοποιούσαν επίσης μικρά μαχαίρια για το κόψιμο των γωνιών και σιδερένια εργαλεία για το στρώσιμο του σαπουνιού στα ξηραντήρια, διαβήτες, σπάγκους, ξύλινες σφραγίδες, μεταλλικά γράμματα και αριθμούς για το μαρκάρισμα των σάκων και των κιβωτίων. 

 

Εξέλιξη των σαπωνοποιείων στη Λέσβο


Κατά την οθωμανική περίοδο, η σαπωνοποίηση λάμβανε χώρα σε μικρό βοηθητικό χώρο των ελαιοτριβείων. Της εκβιομηχάνισης προηγήθηκε η κατάργηση του μονοπωλίου εμπορίας του λαδιού (1839), προνόμιο που απολάμβανε ο Οθωμανός διοικητής του νησιού, και «το άνοιγμα» του κύκλου  της εμπορίας στους χριστιανούς οθωμανούς υπηκόους. Την εποχή αυτή, το λάδι παραγόταν σε μικρούς «συντροφικούς»  ελαιόμυλους, λόγω ελλείψεως ικανοποιητικών κεφαλαίων. Οι ιδιοκτήτες τους είχαν μεσαίου μεγέθους κτήματα σε ελαιοφόρες περιοχές του νησιού. Τα υπολείμματα του λαδιού σαπωνοποιούνταν σε μικρούς «κιρχανέδες» ή «σμιγματοποιεία». Τέτοια εργαστήρια υπήρχαν πολλά στη Μυτιλήνη, όπως μαρτυρεί η περιγραφή της πόλης (1850) που έκανε ο Σταυράκης Αναγνώστου.  Τα παλιά λάδια σαπωνοποιούνταν με τη βοήθεια του νάτρου, που εισαγόταν από την Αίγυπτο, πριν να ανακαλυφθεί και να διατεθεί στο εμπόριο η ανθρακική σόδα. Τα καυσόξυλα για τα καζάνια, το νερό, ο ασβέστης, το αλάτι και το ταλκ (για τη νοθεία) βρίσκονταν σε αφθονία επί τόπου. Το ελαιόλαδο έδινε λευκό, σκληρό σαπούνι σε κύβους και έφερε το αποτύπωμα της ξύλινης σφραγίδας του κατασκευαστή: Π.Πούλιας-Πλωμάρι, Αφοί Ξυπτερά-Πλωμάρι, Αφοί Χατζηγιαννάκη-Πέραμα, Π.Μ.Κουρτζής-Μυτιλήνη, Αφοί Ρουσέλη-Μυτιλήνη.


Αποφασιστική ώθηση στη σαπωνοποιία δόθηκε με τη δημιουργία των πυρηνεργοστασίων (1896) που κατεργάζονταν τα συνθλίμματα της πρώτης ψυχρής έκθλιψης των ελαιοτριβείων και παρήγαν πυρηνέλαιο, ειδικό για την παραγωγή πράσινων σαπουνιών. Αυτά τα νέου τύπου εργοστάσια (5-8 σε όλο το νησί) λειτουργούσαν με σύνθετο μηχανολογικό εξοπλισμό και προμήθευαν τα λεσβιακά και άλλα σαπωνοποιεία με την πρώτη ύλη. Πράγματι, από το 1898, οι πυρηνοσάπωνες εμφανίζονταν στον κατάλογο των λεσβιακών εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει δεδομένο ότι η σαπωνοβιομηχανία στη Λέσβο σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, από το 1870 ως το Μεσοπόλεμο, ήταν δέσμια της εξέλιξης της σοδειάς και της διάθεσης του ελαιόλαδου, του οποίου τα αποθέματα προορίζονταν για σαπωνοποίηση. Το ίδιο συνέβη και με την ελαιοπαραγωγή της περιόδου 1914-1928, που, εξ αιτίας του δάκου που έπληξε τις ελιές, έδινε λάδια υψηλής οξύτητας τα οποία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως φαγώσιμα. Μόνο στα τέλη του 1928, άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα διυλιστήρια (ραφινερί) για τον εξευγενισμό των λαδιών μεγάλης οξύτητας. Επτά συνολικά δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο, δύο από τα οποία ήταν στη Λέσβο.

 

Απαγορεύση νόθευσης

Στα τέλη της οθωμανικής περιόδου, το ανώτατο όριο της παραγωγής έφτασε στα 80-100.000 καντάρια (1870-1880) και στα 1909 έπεσε στα 35.000. Τα «χωματερά» σαπούνια, νοθευμένα με ταλκ (πεταλώδης ασβεστίτης), που χρησιμοποιούντο κυριώς στα χαμάμ για απολέπιση, προσέλκυσαν την προσοχή της οθωμανικής κυβέρνησης, που απαγόρευσε τις εξαγωγές για να προστατεύσει τους καταναλωτές. Οι επιπτώσεις της απαγόρευσης στον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο της Λέσβου ήταν δραματικές. Τα περισσότερα εργοστάσια ανέστειλαν τη λειτουργία τους.
 Το μέτρο εκλήφθηκε ως προσπάθεια ποδηγέτησης της ανθούσας επιχειρηματικής τάξης της Λέσβου. Ο δήμαρχος Μυτιλήνης Φ. Σιμωνίδης κινητοποιήθηκε για την άρση της απαγόρευσης και έδωσε εντολή στο Δημαρχιακό Χημείο να κάνει τις απαραίτητες αναλύσεις επί του εξαγόμενου σαπουνιού. Υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου χημικού Μιχαήλ Στεφανίδου, πραγματοποιήθηκαν τετρακόσιες δεκαεπτά αναλύσεις  δειγμάτων σαπουνιών που προέρχονταν από κιβώτια και σάκους της όλης παραγωγής του νησιού.  Το μέγεθός της υπολογιζόταν σε 9.000.000 οκάδες, από τις οποίες οι 4.500.000 προορίζονταν για εξαγωγή. Παράλληλα, οι Λέσβιοι επιχειρηματίες χρησιμοποίησαν τις διασυνδέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη για να ασκήσουν πίεση για την άρση του μέτρου. Τελικά, ο έλεγχος εφαρμόστηκε στα τελωνεία των μεγάλων λιμανιών, ενώ στα μικρά οι πωλήσεις αντιμετώπισαν σοβαρά εμπόδια.


Εργατικά αιτήματα

Από τις πρώτες και ισχυρότερες απεργίες στη Λέσβο, η απεργία των σαπωνοποιών του Πλωμαρίου ξέσπασε στα 1910 και έκλεισε για τέσσερις μήνες τα σαπωνοποιεία του νησιού με βασικό αίτημα τις απολαβές.  Αφορμή υπήρξε η άνοδος του τιμαρίθμου και οι «γλίσχρες» αμοιβές των σαπωνεργατών, που, όπως γράφει ο αρθρογράφος της Σάλπιγγας, υπήρξαν η αιτία για να «βάλουμε τα γυαλιά στην προικοδότιδα των τοιούτων κοινωνικών διεκδικήσεων Ευρώπη». Η απεργιακή κινητοποίηση αναστάτωσε την κωμόπολη και νέκρωσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τη ναυτιλία της. Η αγορά παρέλυσε από την έλλειψη χρήματος και η τιμή του λαδιού κατέβηκε. Τα είκοσι χιλιάδες περίπου λαγήνια λάδι, που απορροφούνταν ετησίως από την σαπωνοποιία, έμειναν αδιάθετα και αποθηκεύθηκαν για να πουληθούν αργότερα.

Δεν ήταν μόνο η συστηματική νοθεία των σαπωνοποιών, από την οποία οι βιομήχανοι αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη, αλλά και οι εργατικές κινητοποιήσεις που προαναφέραμε (1908 και 1910) που παρέλυσαν για μήνες τα σαπωνοποιεία. Τα αιτήματα των κατ΄αποκοπή εργατών- των μεσημεράδων- που έκοβαν, σφράγιζαν και συσκεύαζαν το σαπούνι και που δούλευαν κατά ομάδες, οργανωμένοι σε σωματείο σε κάθε πόλη, έφεραν σε απόγνωση τους ασυνήθιστους σε εργατικά αιτήματα επιχειρηματίες.
 Από το αρχείο του σαπωνοποιείου Ι.Πούλια αντλούμε την ακόλουθη μαρτυρία, ενδεικτική του τρόπου αντιμετώπισης των πρώτων εργατικών κινητοποιήσεων που φάνταζαν ως παράδοξο και ξενόφερτη μόδα χωρίς σοβαρές προοπτικές εμφύτευσης στο οθωμανικό περιβάλλον. Έγραφε ο βιομήχανος Παν. και Α. Χ#Βασιλείου από τη Γέρα στο Πλωμάρι: «Το ζήτημα των σαπουνεργατών εκανονίσθη μόλις προ ημερών προσωρινώς και εξ ανάγκης των εμπόρων προς τέσσερα γρόσια το σάκο, τα οποία λαμβάνουν μόνο οι λεγόμενοι μεσημεράδες για το χύσιμο, το βούλωμα και το τσουβάλιασμα. Πολλοί των εμπόρων σκέπτονται να φέρουν απ’έξω ανθρώπους με χρονικόν μισθόν δια να υποβιβάσουν τας τόσας απαιτήσεις των μεσημεράδων.»

 

Πολιτικές απέναντι στο σαπούνι

Μετά το 1920, μια σειρά περιοριστικών μέτρων έπληξε το διαμετακομιστικό εμπόριο με τα άλλα νησιά και τα μικρασιατικά παράλια. Η απαγόρευση εξαγωγής ελαίου και σάπωνα νοθευμένου ως 30% αλλά και η επιβάρυνση των πρόσθετων φόρων στα είδη του εξωτερικού εμπορίου (πρόσθετος, προσφυγικός, των τραυματιών, του ορφανοτροφείου, της γεωργικής τράπεζας, της υδρεύσεως, ο διπλασιασμός λιμενικών τελών κλπ.) προκάλεσαν κύματα διαμαρτυρίας στον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο. Ορισμένα είδη επιβαρύνθηκαν με το 1/3 της αξίας τους και τέθηκαν εκτός εμπορικού συναγωνισμού, ενώ το λαθρεμπόριο οργίαζε.
Με υπόμνημά τους στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που έχαιρε πολιτικής υποστήριξης στο νησί, οι βιομήχανοι και έμποροι πέτυχαν τη μερική άρση της απαγόρευσης (Οκτώβριος 1920). Επιτράπηκε η εξαγωγή ελαίων μεγάλης οξύτητας και σάπωνα νοθευμένου ως 10%. Τον Αύγουστο του 1925, επαναλήφθηκε η απαγόρευση εξαγωγής ελαίου και ο φόρος εξαγωγής επί του λευκού σάπωνα αυξήθηκε από 1,82 δρχ. το κιλό σε 2,40 με αποτέλεσμα να παύσει η εξαγωγή αυτού του είδους, να κλείσουν τα σαπωνοποιεία και να εξαχθούν μόνο σαπούνια σε πολύ μικρή ποσότητα επί παραγγελία.

 

Ο επιχειρηματικός κόσμος της Λέσβου διεκδικούσε φορολογική ισοτιμία με την Παλαιά Ελλάδα και την επέκταση του μέτρου της φορολογίας του λευκού σάπωνα και του πυρηνοσάπωνα με βάση την περιεκτικότητα του ελαίου. Στο σύνολό της η πολιτική του ελληνικού κράτους υπήρξε εσωστρεφής και φοροεισπρακτική χωρίς να αξιοποιεί τα γεωγραφικά προτερήματα, τις  δικτυώσεις και τις αγορές που είχαν τα δυο κυριώτερα λεσβιακά προϊόντα, το λάδι και το σαπούνι. Δεν φαίνεται όμως και να έπαιρνε σοβαρά υπόψη το βιομηχανικό δυναμικό της Λέσβου δημιουργώντας, παράλληλα με τα προστατευτικά μέτρα για τη βιομηχανία, προϋποθέσεις ίδρυσης ισχυρής ελαιοβιομηχανίας στη χώρα και εντατικής ανάπτυξής της.
 Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η αμφιθυμική πολιτική απέναντι στα διυλιστήρια που εξευγένιζαν τα λάδια μεγάλης οξύτητας. Ως συνέπεια της φορολογικής πολιτικής των ετών 1926-7, που επέβαλε βαρύ δασμό στα κοινά έλαια και ατέλεια στα ραφιναρισμένα, ιδρύθηκαν ως το 1929 εννέα τέτοιου είδους εργοστάσια. Όμως, από τα μέσα του 1928 άρθηκαν οι δασμοί στα κοινά λάδια με αποτέλεσμα τα τελευταία να τροφοδοτούν ως πρώτη ύλη τα αντίστοιχα ιταλικά εργοστάσια και όχι την εγχώρια βιομηχανία.
Αντίθετα στην Ιταλία και τη Γαλλία πέρα από τη μεγάλη φορολογία για την εισαγωγή εξευγενισμένων ελαίων, επιχορηγείτο η εξαγωγή εξευγενισμένων και καταργήθηκε η φορολογία σάπωνα στα υπολείμματα της ραφινερίας. Έτσι κατόρθωσε  να αυξηθεί μέσα σε μια πενταετία η ιταλική παραγωγή και κατανάλωση σάπωνα κατά 50%.