Η Λέσβος στο πέρασμα του χρόνου
Αποσπασμένη από την απέναντι μικρασιατική ακτή, συνεπεία μακρόσυρτων ηφαιστειακών εκρήξεων και σεισμογενών εδαφολογικών ανακατατάξεων, η Λέσβος, τόσο οι πόλεις της, όσο και οι άνθρωποί της δεν ήταν δυνατόν να μη συμπεριληφθούν στο πάνθεον της ελληνικής μυθολογίας. Έτσι στο παλαιότερο και τελειότερο συνάμα ποιητικό δημιούργημα των Ομηρικών επών η Λέσβος αποκαλείται ως «Μάκαρος έδος», ως έδρα δηλαδή του πιο φημισμένου από τους μυθικούς βασιλιάδες του νησιού του Μάκαρα, γιου του Ηλίου και της Ρόδου, το όνομα του οποίου επιβιώνει μέχρι και σήμερα ως τοπωνύμιο κοντά στην Αποθήκα, το επίνειο της Άγρας, εκεί κατά το νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Κόρες του Μάκαρα ήταν οι προσωποποιήσεις των πόλεων του νησιού, η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη και γιος του ήταν ο ΄Ερεσος, όνομα το οποίο παραπέμπει άμεσα στην Ερεσό, την πασίγνωστη πατρίδα της ξακουστής και απαράμιλλης ποιήτριας Σαπφούς. Αν σε αυτά τα ονόματα προστεθεί και η Πύρρα, τότε ο αριθμός των αρχαίων πόλεων της Λέσβου φτάνει τις 6, γεγονός το οποίο τεκμηριώνεται τόσο από την αρχαιολογική έρευνα, όσο και από σχετική μαρτυρία του Ηροδότου.
Στην πραγματικότητα τα ονόματα των παραπάνω πόλεων, όπως και της ίδιας της Λέσβου, ήταν όλα, πλην της Πύρρας, προελληνικά. Η συνεχής όμως οίκηση στον ίδιο χώρο σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες καταστροφές των υποκείμενων και υπερκείμενων οικισμών δεν επέτρεψε την ανακάλυψη και ανάδειξη προελληνικών λεσβιακών οικισμών, εκτός από τον προϊστορικό οικισμό της Θερμής που χρονολογείται στην πρώτη του φάση από το πρώτο μισό της τρίτης χιλιετίας π. Χ. Ανασκάφηκε το 1937-1939 από μια Αγγλίδα αρχαιολόγο την Μ. Lamb, όμως ξανακαλύφθηκε με τόνους χώμα και από τότε περιμένει θαμμένος κάπου κοντά στην παραλία Κανόνι της Θερμής, τους αρμοδίους να τον ξαναζωντανέψουν. Υπάρχουν ωστόσο σε ολόκληρο το νησί διάσπαρτες θέσεις με προϊστορικά ευρήματα. Ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Πύρρας (η σημερινή θέση βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του κόλπου της Καλλονής και είναι γνωστή με το τοπωνύμιο Αχλαδερή) έχουν εντοπισθεί προϊστορικοί οικισμοί στις θέσεις Χαλακιές, στην παραλία του κόλπου της Καλλονής νοτιοδυτικά από τον Πολιχνίτο, στην περιοχή του Λισβορίου στις θέσεις Σκαμνιούδι και Κουρτήρ, καθώς και σε θέση βόρεια της Μονής Δαμανδρίου.
Οι Αιολείς, ένα από τα τρία ελληνικά φύλλα της αρχαιότητας, εγκαθίστανται στο νησί ίσως κατά τον 12 π.Χ. αιώνα, χωρίς να γνωρίζουμε αν η εγκατάστασή τους έγινε ειρηνικά ή ύστερα από πόλεμο. Όπως όμως κι αν έγινε η εγκατάστασή τους στη Λέσβο, το γεγονός είναι ότι οι νεοφερμένοι συγχωνεύτηκαν τελικά με το ντόπιο πληθυσμό. Στο αμάλγαμα που σχηματίστηκε, οι Αιολείς έδωσαν τη γλώσσα και τη σφραγίδα του πολιτισμού τους. Η λέσβια πολυγωνική δόμηση, που απαντάται σε αναλημματικούς τοίχους στα Μάκαρα και αλλού, τα κομψότατα αιολικά κιονόκρανα και τα χαρακτηριστικά γκριζόχρωμα λεσβιακά αγγεία που βρίσκονται στα αρχαιολογικά μουσεία του νησιού, αποτελούν χωρίς αμφιβολία δείγματα ενός ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος ουδόλως υπολείπεται των επιτευγμάτων άλλων δύο εκφάνσεών του, δηλ. του ιωνικού και του δωρικού. Και βέβαια ο αιολικός πολιτισμός δεν περιοριζόταν μόνο στη Λέσβο αλλά επεκτεινόταν και στην απέναντι μικρασιατική ακτή, με αποτέλεσμα από την αρχαιότητα ως το 1922 οι δύο περιοχές να αποτελούν ενιαίο γεωγραφικό χώρο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ορολογία, κατά την οποία ο όρος γεωγραφικός περιλαμβάνει τη φυσική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική γεωγραφία. Ο μυχός μάλιστα του αδραμυττινού κόλπου, απέναντι ακριβώς από τη Λέσβο, στη μικρασιατική ακτή, είχε αποικισθεί σε μεγάλη έκταση από τους κατοίκους της Μυτιλήνης και γι’ αυτό ονομαζόταν κατά τον Ηρόδοτο «Μυτιληναίων αιγιαλός».
Παραλιακοί οι αρχαιοελληνικοί οικισμοί της Λέσβου, σχεδόν στο σύνολό τους, δεν θα αποφύγουν τις επιθέσεις Ελλήνων και ξένων επιδρομέων. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι απ’ αυτούς διέθεταν αξιόλογες οχυρώσεις, δεν απέφυγαν σε πολλές περιπτώσεις την καταστροφή και την ερήμωση. Άλλες πάλι αρχαίες πόλεις της Λέσβου, όπως η Πύρρα, η Άντισσα και η Ιερά καταποντίστηκαν στη θάλασσα, αποτέλεσμα κατά πάσα πιθανότητα έντονων σεισμικών δραστηριοτήτων, άγνωστο πότε ακριβώς. Οι διάσπαρτες ωστόσο θέσεις των αρχαίων παραλιακών οικισμών σε όλο το νησί αποδεικνύουν τόσο την πυκνή, όσο και τη συνεχή, στις αρκετές περιπτώσεις, οίκηση. Στην ευρύτερη περιοχή της Πύρρας έχουν εντοπισθεί λείψανα αρχαίων οικισμών στη θέση Αρά, κοντά στη Σκάλα Πολιχνίτου, καθώς και στην περιοχή του Αγίου Φωκά, δυτικά των Βατερών. Ειδικότερα δίπλα από το ομώνυμο εκκλησάκι έχουν εντοπισθεί τρεις μαρμάρινοι πεσσοί από τον αρχαίο ναό του Διονύσου του Βρυσαγενούς.
Κεντρικός άξονας του αρχαιοελληνικού λεσβιακού πολιτισμού είναι ασφαλώς ο άνθρωπος και οι πολυποίκιλες δραστηριότητές του. Αν θεωρήσουμε ότι η οικονομία ενός τόπου αποτελεί τον κυριότερο μοχλό ανάπτυξής του, τότε θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομίας της Λέσβου κατά την αρχαία εποχή. Αυτή ήταν κυρίως γεωργοκτηνοτροφική. Ωστόσο η γεωγραφική θέση της Λέσβου –βρίσκεται κοντά στην έξοδο των Δαρδανελίων και κοντά στα εμπορικά δρομολόγια της εποχής- δεν άφησε ανεπηρέαστες τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Τα ερείπια των λεσβιακών οικισμών της εποχής καθώς και τα κατάλοιπα των μνημειακών κατασκευών που έχουν διασωθεί φανερώνουν μια εύρωστη οικονομία, η οποία σε περιόδους ειρήνης βασιζόταν και στο αξιόλογο εξωτερικό εμπόριό της. Έτσι σε αιγυπτιακούς παπύρους έχουν διασωθεί καταγραφές φορτίων του ξακουστού κατά την αρχαιότητα λεσβιακού κρασιού, αλλά και ελαιολάδου, τα οποία εξήχθησαν στην Αίγυπτο στην περίοδο των ελληνιστικών χρόνων. Την οικονομική ισχύ μιας περιοχής δηλώνει ασφαλώς και η αποικιστική δραστηριότητα των Λεσβίων όχι μόνο στην απέναντι μικρασιατική ακτή, αλλά και στην περιοχή της Θράκης και του Ελλησπόντου, όπου οι Λέσβιοι ίδρυσαν αρκετές αποικίες, όπως την Αίνο στην Ανατολική Θράκη και το Σίγειον στην περιοχή του Ελλησπόντου, για την κατοχή του οποίου πολέμησαν σκληρά με τους Αθηναίους.
Η αρχαία λεσβιακή κοινωνία ήταν μια κοινωνία δημιουργική, μια κοινωνία με πνευματικές ανησυχίες, μια κοινωνία όπου εκκολάφτηκαν καινούργιες ιδέες, αναπτύχθηκε η έρευνα, προβλήθηκε το κάλος, λατρεύτηκε η μουσική, υμνήθηκε ο έρωτας. Είναι μήπως τυχαίο ότι η Λέσβος διεκδικεί το προνόμιο να είναι ο τόπος που γέννησε τη λυρική ποίηση; Και γιατί όχι, αφού Λέσβιοι ήταν οι κυριότεροι εκπρόσωποί της: Τέρπανδρος ο Αντισσαίος: εφευρέτης της βαρβίτου, ενός είδους εφτάχορδης λύρας. Έδωσε την τελική μορφή στο «Νόμο», είδος τραγουδιού για τη λατρεία του Απόλλωνα. Αρίων ο Μηθυμναίος, ο καλύτερος κιθαρωδός κατά τον Ηρόδοτο, έγινε γνωστός για το χορικό τραγούδι και το διονυσιακό διθύραμβο που από το πρωτογενές στάδιο τον εξύψωσε σε ανεπτυγμένο έντεχνο και σύνθετο είδος. Αλκαίος: Από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές, γνωστός για τα περίφημα «στασιωτικά» του ποιήματα, διεκτραγώδησε μέσα από τους στίχους του την πολιτική κατάσταση της πατρίδας του. Και βέβαια η Σαπφώ η Ερέσια, η επωνομασθείσα και 10η μούσα. Η πρώτη και μεγαλύτερη παγκοσμίως ποιήτρια που ύμνησε την ομορφιά της φύσης και τον έρωτα. Ο Θεόφραστος ο Ερέσιος που ασχολήθηκε με τη μεταφυσική, τη λογική, την πολιτική, την ηθική, τη ρητορική, την ποιητική, τις φυσικές επιστήμες και τέλος ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, μαζί με τον Λέσχη των Πυρραίο, συμπληρώνουν το μωσαϊκό της πλούσιας πνευματικής κληρονομιάς που κληροδότησαν στο νησί οι αρχαίοι μας πρόγονοι.
Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου η Λέσβος θα γνωρίσει μεγάλη ακμή. Μάρτυρες εκείνης της εποχής αποτελούν οι πλούσιες οικοδομές με τα μεγαλειώδη ψηφιδωτά που κοσμούν τα αρχαιολογικά μουσεία της πόλης της Μυτιλήνης. Μνημειώδη δημόσια έργα θα κατασκευασθούν, όπως το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης που θα εντυπωσιάσει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Πομπήιο, και το εντυπωσιακό υδραγωγείο στη Μόρια, που θα υδροδοτήσει την πρωτεύουσα της Λέσβου. Η ίδια ακμή θα διατηρηθεί και στην πρωτοβυζαντινή εποχή. Η επιβολή του χριστιανισμού στο νησί, ίσως κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, θα συνοδευτεί από την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών παλαιοχριστιανικών βασιλικών, οι οποίες χτίστηκαν στην πλειοψηφία τους στις θέσεις των αρχαίων ναών, αφού το οικοδομικό υλικό τους χρησιμοποιήθηκε εκ νέου σε νέες χρήσεις. Εντυπωσιακά τους λείψανα σώζονται στην Ερεσό, στην Αγία Παρασκευή στο Υψηλομέτωπο, καθώς και στην περιοχή του Αγίου Φωκά, πλάι στο ομώνυμο εξωκλήσι, δυτικά των Βατερών. Η ακμή του νησιού θα αρχίσει να κάμπτεται εξαιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών που θα δεχτεί. Βάνδαλοι, Άραβες, Τούρκοι, Βενετοί θα λεηλατήσουν αρκετές φορές περιοχές του νησιού. Η Λέσβος σταδιακά θα αρχίσει να περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού θα μετατραπεί σε χώρο εκτόπισης πολιτικών εξορίστων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα ονόματα των αυτοκρατόρων Ειρήνης της Αθηναίας και Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Ένα μονόγραμμα του Μανουήλ Παλαιολόγου που βρίσκεται εντοιχισμένο στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στο Σκαμνιούδι Λισβορίου αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της οίκησης στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής ακτής του κόλπου της Καλλονής και κατά την υστεροβυζαντινή εποχή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής ο ασκητικός βίος στη Λέσβο θα λάβει εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις και πλήθος βίων Λεσβίων αγίων θα κοσμήσει τα συναξάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα δεκάδες μοναστήρια και ασκηταριά που θα ιδρυθούν αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, αδιάσειστη απόδειξη της ανάπτυξης του μοναστικού φαινομένου κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Το 1355 το νησί θα παραχωρηθεί ως προίκα από τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο στον Φραγκίσκο Γατελούζο, γόνο της ομώνυμης αρχοντικής οικογένειας της Γένοβα. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης του νησιού από τους Γατελούζους, οι οποίοι αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, η Λέσβος θα καταστεί κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου του βορειοανατολικού Αιγαίου και θα γνωρίσει σημαντική οικονομική ακμή. Αδιάψευστα θυμητάρια της εποχής αυτής αποτελούν τα κάστρα της Μυτιλήνης κυρίως, αλλά και της Μήθυμνας, ο πύργος του Μαγνήσαλη στη Θερμή και ο «παλιόπυργος» της Βρίσας, 2 χιλιόμετρα δυτικά του ομώνυμου χωριού. Τα μονόγραμμα των Παλαιολόγων και τα βυζαντινά εμβλήματα θα συνυπάρξουν με τους θυρεούς των Γατελούζων τόσο στην κτητορική επιγραφή του κάστρου της Μυτιλήνης, όσο και στα νομίσματά τους, σηματοδοτώντας μια κοινή αναπτυξιακή πορεία 100 περίπου ετών για Λέσβιους και Γενοβέζους.
Την πορεία αυτή θα διακόψει το 1462 ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, ο οποίος θα εντάξει τη Λέσβο, πρώτη από όλα τα νησιά του Αιγαίου, στην οθωμανική επικράτεια, καταλαμβάνοντάς την ο ίδιος, επικεφαλής πολυάριθμου στρατού και στόλου. Η Λέσβος θα τεθεί υπό οθωμανική διοίκηση. Η νομική και φορολογική ανισότητα μεταξύ των ντόπιων χριστιανών και των επυλίδων μουσουλμάνων που εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο νησί, οι βίαιοι ή εθελούσιοι εξισλαμισμοί των χριστιανών, η φορολογική αφαίμαξη, οι πάσης φύσεως απειλές ο στραγγαλισμός της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης και τέλος οι περιορισμοί στην εξαγωγή των λεσβιακών προϊόντων στο εξωτερικό συνέθεταν το δυσμενές πλαίσιο διαβίωσης ειδικότερα του χριστιανικού πληθυσμού μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ωστόσο, παρά τους συνεχείς μουσουλμανικούς εποικισμούς, το χριστιανικό στοιχείο διατήρησε τη συντριπτική πληθυσμιακή του υπεροχή μέχρι το 1923, έτος κατά το οποίο το μουσουλμανικό στοιχείο αποχώρησε από το νησί, με βάση τη σχετική διάταξη της συνθήκης της Λοζάννης που επέβαλε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Κατά την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα κατά τον 16ο και 17ο αιώνα θα συγκροτηθεί το οικιστικό δίκτυο του νησιού, το οποίο επιβιώνει σε γενικές γραμμές μέχρι σήμερα. Οι παραλιακοί οικισμοί του νησιού, που είχαν διατηρηθεί κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο θα ερημωθούν κυρίως λόγω της έξαρσης του πειρατικού φαινομένου και οι κάτοικοί τους θα μετοικίσουν προς το εσωτερικό του νησιού σε τόπους μη ορατούς ως επί το πλείστον από τη θάλασσα. Παράλληλα με την κατάργηση του θεσμού των σπαχήδων, που σαν άλλοι ακρίτες είχαν λάβει ως ανταμοιβή των στρατιωτικών υπηρεσιών τους τσιφλίκια και οικισμούς, παρατηρούνται νέες πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τόπους που βρίσκονταν κοντά στους χώρους παραγωγής των λεσβιακών προϊόντων. Πράγματι από τους 150 και πλέον οικισμούς που αριθμούσε η Λέσβος στα μέσα του 16ου αιώνα θα επιβιώσουν ως τα μέσα του 19ου αιώνα μόλις 75. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ευρύτερη περιοχή του Πολιχνίτου. Ο Πολιχνίτος η κυριότερη κωμόπολη της περιοχής που χρονολογείται τουλάχιστον από το 1548, απορρόφησε σταδιακά τους κατοίκους των παρακείμενων οικισμών, γεγονός το οποίο ενισχύεται τόσο από την ετυμολογία του ίδιου του τοπωνυμίου (πολίχνη = μικρή πόλη), όσο και από τη σχετική προφορική παράδοση. Από τους παρακείμενους οικισμούς άλλοι θα επιβιώσουν (Λισβόρι, Βρίσα, Σταυρός ή Βούρκος) άλλοι θα εξαφανισθούν, όπως το Δαμάνδρι, ο Κατάπυργος, η Αιγίδα, ο Άγιος Νικόλαος και η Απλοθύρα, άλλοι θα μετακινηθούν προς το εσωτερικό (π.χ. τα παράλια μεσαιωνικά Βασιλικά θα μεταφερθούν στη θέση όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό) και τέλος άλλοι θα συνενωθούν μεταξύ τους, όπως στην περίπτωση της Γρύπας, που στον όψιμο 19ο αιώνα θα αποτελέσει συνοικία του Πολιχνίτου.
Από το 17ο αιώνα φαίνεται πως επιβάλλεται από την οθωμανική κυβέρνηση η μονοκαλλιέργεια της ελιάς, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αναδιάρθρωση των άλλων καλλιεργειών, αφού οι όποιες φοροαπαλλαγές υπήρχαν για την καλλιέργεια άλλων προϊόντων στη Λέσβο, όπως π.χ. του ρυζιού, καταργήθηκαν με διάταγμα του 1581. Ωστόσο τα κέρδη από την εκμετάλλευση και την εμπορία του ελαιολάδου συνέχιζαν να καρπώνονταν οι νέοι εκπρόσωποι της οθωμανικής διοικητικής αριστοκρατίας, στους οποίους ήταν υποχρεωμένοι οι Λέσβιοι ελαιοπαραγωγοί να πωλούν την ετήσια σοδειά τους σε χαμηλή τιμή. Η οικονομική ανάπτυξη της Λέσβου άρχισε να εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και κυρίως το 19ο αιώνα μετά την έναρξη της μεταρρυθμιστικής περιόδου του Τανζιμάτ (1839), οπότε και επιτράπηκε η εξαγωγή του λεσβιακού ελαιολάδου σε αγορές του εξωτερικού, χωρίς τα προσκόμματα που προέβαλλε στο παρελθόν η οθωμανική διοίκηση.
Μπορεί η Λέσβος να μην εντάχτηκε στο ιδρυθέν το 1830 νεοελληνικό κράτος, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το μήνυμα της επανάστασης του 1821 είχε αφήσει αδιάφορο το χριστιανικό πληθυσμό της Λέσβου. Κατά κακή συγκυρία το μήνυμα της Φιλικής Εταιρείας είχε προδοθεί στους Τούρκους, οι οποίοι και έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να αποτρέψουν τυχόν επαναστατική εξέγερση των Λεσβίων. Έτσι το νησί παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821 η σημαντικότερη ίσως βάση του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Ωστόσο η οικονομική άνθηση που ήδη είχε διαφανεί από το τέλος του 18ου αιώνα, με αψευδείς μάρτυρες τις εντυπωσιακές τρίκλιτες βασιλικές του νησιού, θα συνδυαστεί τόσο με κοινωνική όσο και με πνευματική άνθηση. Η τελευταία θα βρει φιλόξενο καταφύγιο σε αρκετά μοναστήρια που ιδρύθηκαν ή ανασυστάθηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα και μετά, όπως η μονή Λειμώνος, η μονή Υψηλού και η μονή Δαμανδρίου. Ως το τέλος του 19ου αιώνα η Μυτιλήνη, οι λεσβιακές κωμοπόλεις, ακόμα και τα χωριά, θα κατακλυστούν από μεγαλόπρεπες εκκλησίες και εκπαιδευτήρια, καθώς και εντυπωσιακά οικοδομήματα, κατοικίες κυρίως των αρχοντικών οικογενειών του νησιού, που είχαν πλουτίσει χάρη στην απελευθέρωση του εμπορίου και στην επιβολή του δυτικού καπιταλισμού στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Παράλληλα η χρήση της νέας τεχνολογίας του ατμού στη βιομηχανία και στις θαλάσσιες συγκοινωνίες θα αυξήσει σημαντικότατα τις ποσότητες του λεσβιακού ελαιολάδου που εξάγονταν σε εσωτερικό και εξωτερικό και θα αναβαθμίσει τη γεωγραφική θέση της Λέσβου, αφού το νησί θα ενταχθεί στους εμπορικούς διαύλους της εποχής και έτσι θα καταστεί σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου.
Στις 8-11-1912, κατά τη διάρκεια του Α’ βαλκανικού πολέμου (1912-1913) ελληνικά στρατιωτικά και ναυτικά αγήματα θα καταλάβουν την πόλη της Μυτιλήνης και ύστερα από έναν ακριβώς μήνα θα ολοκληρώσουν την κατάληψη ολόκληρου του νησιού. Το πρωτόκολλο παράδοσης του νησιού στις ελληνικές αρχές θα υπογραφεί -ύστερα από τη μάχη του Κλαπάδου- στις 8-12-1912 στο ύψωμα Πετσοφάς, στην ευρύτερη περιοχή της Καλλονής. Η de facto ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα το 1912, και η de jure το 1923 με τη συνθήκη της Λοζάννης θα κόψει οριστικά τον ομφάλιο λώρο μεταξύ Λέσβου και Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα οι παραδοσιακές εμπορικές αγορές που απορροφούσαν κατά κύριο λόγο το ελαιόλαδο του νησιού να κλείσουν οριστικά. Έτσι η οικονομία του νησιού θα πληγεί ανεπανόρθωτα, αφού το κόστος μεταφοράς των προϊόντων από και προς το νησί θα καταστήσει τα λεσβιακά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά σε σχέση με το παρελθόν.
Οι πολεμικές συγκυρίες που θα ακολουθήσουν, Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, μικρασιατική εκστρατεία, καταστροφή και προσφυγιά, παρά τις υπερβολικά μεγάλες ανθρώπινες απώλειες και τα τραγικά αποτελέσματά τους θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για μια σειρά Λεσβίων και Μικρασιατών συγγραφέων που θα εγκατασταθούν έστω και περιστασιακά στη Λέσβο. Ξεχωρίζουν ασφαλώς ο Στράτης Μυριλήβης για τα αντιπολεμικά του μηνύματα, ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Δούκας για τον άψογη περιγραφή του μικρασιατικού κατατρεγμού και ο Φώτης Κόντογλου για την καταγραφή της μνήμης της αλησμόνητης πατρίδας του, του Αϊβαλιού. Πλαισιωμένοι από μια πλειάδα αξιόλογων ντόπιων διανοουμένων και συγγραφέων θα σταθούν εκ των πρωτοπόρων της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας στην πεζογραφία, θα καταθέσουν προοδευτικές για την εποχή τους ιδέες και θα συνθέσουν το τοπίο εκείνο στο οποίο θα αναπτυχθεί η λεγόμενη «λεσβιακή πνευματική άνοιξη» της γενιάς του ’30. Μισό αιώνα πριν ο εκ των πρωτοπόρων του δημοτικισμού στην Ελλάδα Αργύρης Εφταλιώτης από τη Μήθυμνα είχε καταγράψει με απαράμιλλο τρόπο τον καημό της ξενιτιάς που ο ίδιος βίωνε, την αγάπη του για κάθε τι το ελληνικό και την αποστροφή του σε κάθε ξένο δυτικότροπο στοιχείο που απειλούσε να αλλοιώσει το γνήσιο ελληνικό πολιτισμό. Ωστόσο τα ποικιλότροπα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα της εποχής, όπως το οικονομικό κραχ της δεκαετίας του ’30, η διαρκής μετανάστευση, η αποψίλωση του λεσβιακού πληθυσμού που θα συνεχιστεί και μετά τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, δεν θα περάσουν απαρατήρητα απ’ τις σελίδες των βιβλίων που συνέγραψαν οι περισσότεροι Λέσβιοι διανοούμενοι της εποχής. Η σύγκριση των πληθυσμιακών δεδομένων αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα της άμεσης επίδρασης των φαινομένων αυτών στο λεσβιακό πληθυσμό. Από τους 137.160 κατοίκους ντόπιους και Μικρασιάτες πρόσφυγες που απογράφηκαν το 1928 στο νησί έχουν απομείνει σήμερα, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, μόλις 90.643 κάτοικοι. Δηλαδή μέσα σε 73 χρόνια ο πληθυσμός της Λέσβου μειώθηκε κατά 33,91%. Στη λεσβιακή ύπαιθρο η μείωση ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αφού, λόγω της έλλειψης ικανοποιητικών για τις ανάγκες της νεολαίας θέσεων εργασίας, η πλειονότητα του ενεργού πληθυσμού της κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα Μυτιλήνη και σε αστικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας. Μπορεί να αναφερθεί χαρακτηριστικά ότι στο Δήμο Πολιχνίτου, που περιλαμβάνει την ομώνυμη κωμόπολη, τα Βασιλικά, το Λισβόρι τη Βρίσα και το Σταυρό, η μείωση για την ίδια χρονική περίοδο ήταν της τάξης του 55,26%. Συγκεκριμένα από τους 11.819 κατοίκους που διέθεταν οι οικισμοί που απάρτιζαν το 1928 το Δήμο Πολιχνίτου, απέμειναν το 2001 μόλις 5.288 κάτοικοι. Η απαράμιλλη ωστόσο λεσβιακή φύση, η μελλοντική ελπίδα για μια αξιόλογη και συνάμα ποιοτική τουριστική ανάπτυξη και η λεσβιακή πολιτιστική παράδοση, αέναες πηγές έμπνευσης, δεν άφησαν και δεν θ’ αφήσουν ασυγκίνητους τους ντόπιους και ξένους διανοούμενους, καλλιτέχνες και επισκέπτες του 20ου και 21ου αιώνα. Η φήμη ορισμένων ντόπιων καλλιτεχνών και διανοουμένων έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια όχι μόνο του νησιού, αλλά και της Ελλάδας. Δυο απ’ αυτά τα ονόματα πρέπει να αναφερθούν. Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1871-1934): Λαϊκός ζωγράφος. Τα έργα του υμνούν τη λεσβιακή φύση, τη λαϊκή παράδοση, την ίδια την Ελλάδα. Και βέβαια ο μεγάλος νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996). Με τους στίχους του διέδωσε στα πέρατα της Οικουμένης το τι σήμαινε και τι συνεχίζει να σημαίνει Ελλάδα. .
Στρατής Ι. Αναγνώστου Ιστορικός,