Lesvos oldies

Μια φορά και ένα καιρό... ταξίδι στο παρελθόν.

Στη Βγενούλα και σε κείνην


"Μυτιληνιό βήμα" (Άρθρα, Απόψεις, Σχόλια όσων αισθάνονται Μυτιληνιοί)

"Η Μυτιλήνη του πρόσφατου παρελθόντος" (1800 - 1950) του Παν. Σ. Παρασκευαίδη.

Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΑΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ    (1800-1950)

του ΠΑΝ. Σ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΤΔΗ


Σε μια Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, όπως είναι η Ιστορία της Μυτιλήνης (αφού χτίστηκε το 1.054 η.Χ.),όταν λέμε «πρόσφατο παρελθόν» δεν εννοούμε μονάχα το πριν από λίγα χρόνια. Τα μέτρα που θα μετρήσουμε τον χρόνο είναι διαφορετικά απ' ότι συνήθως. Γι' αυτό πιστεύω πως είμαι συνεπής με τον τίτλο της μικρής αυτής παρουσίασης μιας φάσης από το παρελθόν της πρωτεύουσας της Λέσβου μιλώντας για τη ζωή της πριν από δύο περίπου αιώνες, από σήμερα.


Πώς ήταν η Μυτιλήνη των αρχών του περασμένου αιώνα;
'Ηταν μια πόλη που είχε αρχίσει να αναδεύει γεμάτη ζωή και ζωντάνια. Η εμπορική δραστηριότητα ήταν ήδη αισθητή. Πλοία πήγαιναν κι έρχονταν στα λιμάνια της, μαούνες φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα και  κυρίως το άφθονο λάδι του νησιού, που εξαγόταν στη Θεσ/νίκη, στην Πόλη, στην Οδησσό και σ' άλλα λιμάνια και γέμιζε τα κεμέρια και τις κασέλες με χρυσάφι.
Το Υδραγωγείο πούφτιαξε ο Χασάν Πασάς Τζετζάερλη (όχι, καμιά ευγνωμοσύνη δεν οφείλουμε σ' αυτό το θηρίο, όπως και στο λιοντάρι που κουβαλούσε μαζί του) έδωσε άφθονο νερό πρώτα στο στόλο του, που άραζε συχνά στη Μυτιλήνη κι ύστερα στην ίδια την πόλη, η οποία αναπτυσσόταν γρήγορα. Το έργο αυτό έφερε εργάτες από την ύπαιθρο, έδωσε δουλειά σε πολλούς, κίνησε κατά ένα μέρος την οικονομία της πόλης, που απλώθηκε και στο λόφο Βουναράκι με τα «σπτέλια», που έφτιαξαν οι Νιοχωρίτες, όπως ονομάστηκαν οι κάτοικοι της νέας συνοικίας.
Κατά την Επαναστάση του '21 η Μυτιλήνη περιβλήθηκε μ'ένα χαμηλό τείχος, που έκανε ο Διοικητής του νησιού Κουλαξίζ και πλήρωσαν βέβαια οι Μυτιληνιοί με τα λεφτά τους ή την προσωπική τους εργασία. Οι κάτοικοι τώρα είναι 7.000 Ψυχές.
Η πόλη βέβαια δεν είναι απλωμένη. Εχει στενά δρομάκια, που ακόμα σώζονται πίσω απ' τη Μητρόπολη και τ'ς Αγιοί Θοδώρ', όπου αυτοκίνητο δεν χωρά να περάσει. 'Ολοι οι Χριστιανοί κάτοικοι είναι μαζεμένοι γύρω απ' τις 5 εκκλησιές τους, που κι αυτές είναι κοντά-κοντά,για να αντλούν δύναμη κι ελπίδα για τη διαρκή και σοβούσα ή εκσπώσα τουρκική οργή, βιαιότητα και αυταρχικότητα, που για 4 αιώνες ταλάνιζε και απομυζούσε τη λεβεντιά και ικμάδα του λαού μας. Τη μισή άρετή του ανθρώπου αφαιρούσε απ' την αρχαιότητα η δουλεία, όπως διακήρυξε ο γενάρχης μας ο "Ομηρος...
Μητρόπολη, Αοι Θοδώρ', Αοι Ατοστόλοι, Αη Γιώργης κι Άη Συμιός έσκεπαν το χειμαζόμενο ποίμνιο. Οι γειτονιές φύλαγαν τους καϋμούς κι ήταν κύτταρα συνεργασίας κι ουσιαστικής συμβίωσης. Γειτονιά, χαρές χαι λύπες, Κλήδωνας και Γιορτές μάζευαν στα πεζούλια τους γείτονες, τάλεγαν και ζούσαν μαζί όλες τις καταστάσεις.
Στην άλλη μεριά της πόλης,την Επάνω Σκάλα ήταν η τούρκικη συνοικία άβατη για τους Ελληνες. Τι να παν να χάνουν εκεί; Ου συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. Και το Γατελούζικο Κάστρο, που έστεφε όλη τη Μυτιλήνη ήταν άβατο. Οι Τούρκοι είχαν και σ' αυτό σπίτια, δηλωτικά της ανασφάλειας, που παρά ταύτα ένιωθαν μέσα σε μια πόλη, που έβλεπαν τον ελληνικό δυναμισμό της μέρα με τη μέρα να ξεδιπλώνεται.

 

 


Ας περπατήσουμε στη Μυτιλήνη τον 1850. Δεν είναι δύσκολο.
Η Αγορά ίσια και λιθόστρωτη πάταγε πάνω στον αρχαίο Εύριπο και ένωνε τα δύο λιμάνια της πόλης. Κόσμος πολύβουος, μαυριδερός απ' το ηλιόκαμα και τις μαύρες του  βράκες και τους αμπάδες, χαμάληδες, και μουλάρια φορτωμένα μετέφεραν τα εμπορεύματα. Κανένα τροχοφόρο δεν κυκλοφορούσε. Αραμπάδες κι αμάξια φάνηκαν στις τελευταίες 10ετίες του 19ου αιώνα, όταν ο Τζαίημς Αριστάρχης κι η εργασία των Λεσβίων οδοποιών χάραξαν και έφτιαξαν τους αμαξιτούς δρόμους στο νησί.
Πλήθυναν οι κάτοικοι της πόλης, καθώς μεγάλωνε η παραγωγική δύναμη του νησιού κι η εμπορική σημασία της πρωτεύουσάς του κι εκεί, στα μέσα του 19ου αιώνα, έφτασαν τις 10.000.
Το Κάστρο ένα γύρω ήταν γυμνό, για εύλογους σκοπούς. Κάποια κυπαρίσσια φυτεμένα κovτά στα τείχη τούδιναν μια πένθιμη όψη. Σήμερα αυτό το κάνουν τα ίδια τα τείχη με τα χάλια πούχουν...

 

 


Τα αρχοντικά των Τούρκων ήταν πολύ λίγα, σαν του Κουλαξίζη και του Χαλήμ Μπέη. Ο πλούτος και τα καλά και μεγάλα σπίτια κατεχόταν από τους Ελληνες, που απλωνότανε προς Νότον. Η πόλη έφτανε μέχρι το μυχό του νότιου λιμανιού. Μετά ατό κει ήταν το «Μεγάλο Περιβόλι», χωράφια και οικόπεδα, που διέτρεχε ο ποταμός της Αλυσίδας, ο οποίος διατηρήθηκε ασκέπαστος και με μικρά γεφύρια μέχρι τη 10ετία του 1930.
Εκεί, «εκτός πόλεως,», κατά που λέει ο Σταυράκης Αναγνώστης, χτίστηκε το 1840 το πρώτο Γυμνάσιο για να δώσει το 1890 τη θέση του σ' ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, που έγινε με τα λεφτά των Μυτιληνιών, και σήμερα στεγάζει το Πειραματικό Λύκειο και άλλα εκπαιδευτήρια.
Παραδίπλα του, την ίδια εποχή, το 1890 δηλαδή, έγινε άλλο εντυπωσιακό και δαπανηρό κτίριο, ο ναός του Αγ.Θεράποντος.

 

 

Απέναντί του ήταν το «ξενοδοχείο», το Νοσοκομείο της πόλης. Παιδεία, Εκκλησία, Υγεία συντηρούνταν απ'τους πλούσιους Μυτιληνιούς, οι οποίοι ταυτόχρονα έφτιαχναν τα εξοχικά τους, πύργους κι αρχοντικά μέσα σε μεγάλες αυλές με πηγάδια ή μαγκανοπήγαδα, προς τον Μακρύ Γιαλό, τη Σουράδα, και τη Βαρειά.
Τα σπίτια ήταν πέτρινα στο ισόγειο και ξύλινα στον όροφο. Αυτό τα έκανε εύκολα θύματα των πυρκαιών. Μια μεγάλη έγινε το 1851, που ήρθε να επαυξήσει τη συμφορά του προηγούμενου έτους, οπότε σημειώθηκε το «μεγάλο κάι», ο φοβερός παγετός, που κατέστρεψε τις ελιές και γενικά τη γεωργική παραγωγή. Το 1867 έγινε και μεγάλος σεισμός, που γκρέμισε πάρα πολλά σπίτια.
Κυριολεκτικά ατ' την τέφρα της κι απ' τα ερείπιά της η πόλη ξαναγεννιόταν. Δυστυχώς ξαναχτιζόταν στα ίδια όρια και ίχνη και έτσι διαιωνιζόταν η Βυζαντινή της, τουλάχιστον προέλευση.
Αυτό, φαίνεται, δημιούργησε παράδοση που ευλαβώς σέβεται και η σημερινή Πολεοδομία της...
Το Κιόσκι είχε αληθινό «Κιόσκι», μικρό ανάκτορο με μεγάλο κήπο δηλαδή, του άλλοτε κραταιού Καπετάν Πασά Τζετζάερλη και κοντά του τα αρχοντικά του δραγουμάνου τον Ν. Μαυρογένη και της αδερφής του.
Κάτω, αριστερά απ' το σημερινό άγαλμα της Ελευθερίας ήταν τα σπίτια των ξένων προξένων και εμπόρων, η Φράγκικη συνοικία, για τους κατοίκους της οποίας χτίστηκε μέσα στην Αγορά η Φραγκοκλησιά.

 

 


Το νότιο λιμάνι άρχισε να συγκεντρώνει όλη την εμπορική κίνηση. Στην παραλία του ήταν αβαθές, ιδίως κάτω απ' τον Δημοτικό Κήπο, όπου υπολειτουργούσε πια ο«Ταρσανάς» , το Ναυπηγείο, που είχαν κάψει το 1771 οι Ρώσοι του Ορλώφ μαζί με τα ναυπηγούμενα σ' αυτό καράβια.
Εκεί, στις μαούνες που άραζαν μαζεύονταν οι αχθοφόροι του λιμανιού κι οι παλικαράδες του, τα «Κατζάλια», που τραβούσαν και μαχαίρια στους καυγάδες τους.
Η προκυμαία ήταν το 1/3 της σημερινής και το Τελωνείο, σήμερα «πλατεία Σαπφούς>, ήταν ένα απλωμένο, πλακουδερό κτίριο, που το «έγλυφε» η θάλασσα. 'Οταν κατέβαινε πολύς κόσμος στην προκυμαία, αυτή πλημμύριζε, δεν τον χωρούσε. Το βλέπουμε στις φωτογραφίες του 1908, όταν ξεγελασμένοι οι Μυτιληνιοί γιόρτασαν το Τούρκικο Σύνταγμα και του 1912, όταν ξέφρενοι γιόρτασαν τη μεγάλη μέρα της απελευθέρωσής τους.
Η Αγορά έμεινε η ίδια. Μέχρι το 1950 κυκλοφορούσε σ' αυτή ένας άλλος κόσμος. Με το «ζιμπλέλ' στο χέρ'» ή με το καλάθι και τα πάνινα σακούλια για τα ψώνια. Οι μαγαζάτορες άπλωναν τις πραμάτειες τους έξω απ' τα μαγαζιά -η παράδοση συνεχίζεται και σήμερα από αρκετούς- ασβέστωναν τα κράσπεδα των υποτυπωδών πεζοδρομίων και το βράδυ, το γλυκό σαν το λάδι, κατέβαζαν τα  ρολά των μαγαζιών τους τελειώνοντας τον ιερό μόχθο της ημέρας και τραβούσαν στα σπίτια τους.

 

 


Οι ψαράδες μπάλωναν τα δίχτυα τους στην προκυμαία κι άλλοι σε καζάνια έβραζαν την κακαβιά για το δείπνο. Μικροπωλητές σε μεγάλα τηγάνια τηγάνιζαν ψάρια πάνω σε φουφούδες και τα πουλούσαν με μια φέτα ψωμί, φτηνό και γερό προσφάι η και φαϊ για την κυψέλη, που δούλευε στο λιμάνι.
Ναι,  έτσι να κάνουμε με το χέρι μας θ• αγγίξουμε την ύπαρξη  όλων αυτών, αν στήσουμε αυτί θα ακούσουμε το θόρυβο των λαδοβάρελων,που οι εργάτες  κυλούσαν στην προκυμαία και τα παρέτασσαν κατά εκατοντάδες, για να φορτώσουν οι μαούνες στα βαπόρια…
Ω.. μια ζωή που χάθηκε και με τον ήλιο πάει...

 

Π. Παρασκευαϊδης