Η Σούσα
Πάντα με τη γλυκειά αυγή π΄ανοίγει το ζουμπούλι
Αφουγκραστήτι να σας πω της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν έμορφη της Κρήτης το καμάρι
Αγάπα το Σαρή-Μπαλή, το πρώτο παλλακάρι.
Αγάπα ντουν κι αγάπα ντ΄να χρόνους δεκατεσσάρους
Είχε αδέλφια τρομαχτό μαζί με τους κουρσάρους.
Μια μέρα ήταν Κυριακή κι η Σούσα πας την κλίνη
Με ένα χρυσομάντηλο τα δάκρυα σφογγίζει.
Η μάνα της την ερωτά, ο κύρης της της λέει:
- τι έχει το Σουσανάκι μου και κάθεται και κλαίει;
- όνειρό είδα μάνα μου, όνειρο θ΄απολαύσω:
είδα το αδελφάκι μου και θλιβερά θα κλαύσω.
Όνειρο είδα , μάνα μου, πικρό, φαρμακωμένο
Και είχε το αδελφάκι μου σπαθί ξεγυμνωμένο.
-Όνειρο ήταν κόρη μου, όνειρο κι ας περάσει
και σόνα τ’ αδελφάκι σου στα ξένα θα γεράσει.
Κόρη μου τ’αδελφάκι σου στην ξενητειά οργιάζει,
Για φίδια τον εφάγανε, για κόρην αγκαλιάζει.
Μια μέρα το Σαρή-Μπαλή τον είχε καλεσμένον
Και μέσα στην αγκάλη της τον είχε ξαπλωμένον.
Και πάνω στα μεσάνυχτα ο πετεινός, που κράζει,
Ακού την πόρτα να βροντούν να αγριοκρικιλάει.
Κάτσε Σαρημπαλάκι μου, μην πας εσύ να ανο’ιξεις
Μην είναι το αδελφάκι μου κι αδικοθανατήσεις.
Πήγε η Σούσα κι άνοιξε, βλέπει τον αδελφό της
Κι απ’ την τρομάρα την πολλά ‘χάσι το λογικό της.
Καλή-εσπέρα, ώ Σούσα μου, καλώς τον αδελφό μου
Ώχου, σα σ’ αποθύμησα το φετεινό το χρόνο.
Δός μου Σούσα, νερό να πιώ, γιατί είμαι διψασμένος
Κι από το δρόμο έρχομαι κι είμαι μπαγυλντισμένος.
Η Σούσα παίρν’ του μαστραπά νερό να πα να φέρει
Από το περιβόλι της κι’ απού το κρυονέρι.
Αυτός νερό δεν ήθελε, το μαστραπά δεν πιάνει.
Αγρια την εκοίταξε και φόβος τήνε πιάνει.
-Μωρή Σούσα, παλιόσκουφα, μωρή ξεμυαλισμένη
μπροστά με κάνεις κερατά και πίσω πεζεβένη.
Για πες μου το, ποιος είναι αυτός που έχεις πας την κλίνη;
Πουταναριό μου τόκανες, μα τούτο σε θα γίνει.
-Γι’ ακούστε τ΄αδελφάκι μου τι λόγια, που μου λέει,
αυτά εσύ, που έκανες, κι αρχίνισε να κλαίει.
Δε μοιάζω σου, αδέλφι μου, που κάνεις τα δικά σου,
Που λιέσι στα πουταναριά και βγάζεις τ΄όνομά σου.
Μια μαχαιριά τη βάρεσε στα δυό τα στήθη αντάμα
Και στην αυλή την ξάπλωσε μ’ ένα μεγάλο τραύμα.
Από τον πόνο τον πολύ, που είχε στο βυζί της,
Ξύπνησε ο Σαρή-Μπαλής κι άκουσε την φωνή της.
-Ποιος είναι,Σούσα μου, αυτός, που σούδωσε το χάρο
και πως θα σε υστερηθώ στον κόσμο τον επάνω;
-Τρέξε, μάνα μου, στο γιατρό να γιάνει την πληγή μου,
κι’ αν θέλει γρόσια εκατό, αν θέλει πεντακόσια,
τα δίνει ο Σαρή-Μπαλής, που δεν λυπάται γρόσια.
-Γιατρέ μ’, που γιάτρεψες πολλές χατζαροχτυπημένες,
γιάτρεψε και την κόρη μου και μένα την καυμένη.
-Γιατρός, που γιάτρεψα πολλούς χατζαροχτηπημένους,
τέτοιο χατζαροχτήπημα δεν είδα ο καυμένος.
Στου χάρου τις λαβωματιές ριτζάδες σε χωρούνε
Μηδέ γιατροί γιατρεύουνε, μήδ’ Αγιοι βοηθούνε.
Να πείτε στο Σαρή-Μπαλή, σαν είανια παληκάρι,
Να κτίσει το μνημόρι μου μ’αδρύ μαργαριτάρι.
Και να φυτέψει λεμονιά και ένα κυπαρίσσι,
Να κτίσει στο μνημόρι μου μια κρυσταλλένια βρύση.
Του Σάββατου ψυχομαχεί, την Κυριακή πεθαίνει
Και την Δευτέρα το πρωί μέσα στον Αδη μπαίνει.
Όταν την κατεβάζανε από την γειτονιά της
Έκλαιγε ο Σαρή-Μπαλής μαζί με τη μαννά της.
Όταν τη επερνούσανε στης εκκλησιάς την πόρτα,
Ρίχνει η μάνα της φωνή, μαράθηκαν τα χόρτα.
Και όταν την εθέσανε στην εκκλησιάς τη μέση
Ρίνει η μάνα της φωνή, τρέμει η εκκλησιά να πέσει.
Και όταν εκατέβαινε τρία σκαλιά στον Άδη,
Σκοτώθηκε ο Σαρή-Μπαλής ….κρίμα το παληκάρι!
Κορυφαίο από τα Αποκριώτικα θεωρείται το τραγούδι της Σούσας.Δεν γνωρίζουμε, αν συντέθηκε στην Αγιάσο, όμως εκείνο που ξέρουμε είναι πως αγαπήθηκε πολύ από το λαό τούτο, τραγουδήθηκε με πάθος αληθινό και είναι καθρέπτισμα της ψυχής του, που σαν αγαπήσει,αγαπά αληθινά με δίχως λόγια μα με ουσία και θυσία, ακόμα και του πιο μεγάλου αγαθού, της ζωής, με την έννοια της απόλυτης αφιέρωσης αυτής στη μνήμη εκείνου, που αγάπησαν, σαν έφυγε απ’ τον κόσμο-Ζουν σκιές- ανάμεσα στους ζωντανούς
Της Λέσβου το νησί
Μέσα στο ακοίμητο, το ατέρμονο το πέλαγο άφοβα και μακάρια ξαπλώνει το παράξενο κορμί του της Λέσβου της ωριόπλουμης τ’ αφρόπλαστο νησί.
Χαϊδευτικά στα γραφικά τα περιγιάλια χορεύουνε και τη μυρώνουν ανάλαφρα και παιχνιδιάρικα, τραγουδιστά, τα μυρισμένα απ΄την θάλασσια φρεσκάδα της τα κύματα.
Γλυκός και θεϊκός ξαπλώνεται ως το βάθος του νησιού τ΄ασύγκριτου ο απόηχος της δροσερής, αθάνατης ανάσας τούτης, και γίνεται τραγούδι και σκοπός μελωδικός,πανώρια μουσική εξώκοσμη, που συνταιριάζει μια ουράνια συγχορδία,ανάκουστο ένα θρόισμα, που το΄να δέντρο ολόχυμα το τραγουδάει στ΄άλλο, κι όλα μαζί στήνουν χορό αόρατο και μυστικό στην υπερκόσμια παραδομένα μελωδία.
Λούζεται μες το πράσινο στοιχειό τ΄ ολόδροσο μαγευτικό νησί, κι ανύποπτο ρουφά ως μέσα στην ψυχή βαθειά της αρμονίας και της μούσας τη γλυκάδα την πλούσια και αόρατα και μυστικά περιυμένη γύρω.Και μέσα στης καρδιάς τη ζεστασιά τραγούδι γίνεται θεσπέσιο μιάς Ψάπφας σπέρμα που δε χάθηκε σε βράχια πάνω άγονα και αιχμηρά.Κι ακόμα ως τα σήμερα δεν σίγασε η αθάνατη φωνή της δέκατης του Πλάτωνα της Μούσας, μα ακούγεται, σα στήσεις το αυτί ν΄αφουγκραστείς.Δεν έφυγε μα στοίχειωσε στον τόπο τούτο τον ουράνιο της γής η μουσογεννημένη κι η μονάκριβη και λίγο λίγο μέσα στων Λεσβίων μοιράστηκε το θεϊκό της μάνας του το μύρο το ποιητικό.Και γέννησε τραγούδι απαλό-γλυκό κι αέρινο, βγαλμένο με συνταίριασμα της σκόπιας μουσικής πνοής, του λέσβιου τραγούδι, σαπφικό δημοτικό
Παναγιώτης Πρ. Κουτσκουδής
Ο σεβασμός ολάκερος ταιριάζει, σ΄ένα αγνό αληθινό αγιασώτη τύπο, που το τραγούδι αγάπησε πιότερο από κάθε τι στον κόσμο, ένα με την ψυχή το ζύμωσε και τόπλασε ζωή.
Είναι ένας άνθρωπος απλός κι αληθινός, που τόσος σπάνια συναντάς μόνο στού λυχναριού το απαλό το φέγγος στ΄ολόγιομο καταμεσήμερο στο πέρασμά σου από τους πολυσύχναστους τους δρόμους της ζωής.
Είναι σεμνοί αυτοί κι αθόρυβοι δίχως τυμπάνων ήχους και βοή.Πολύ θέλει να ψάξεις να τους βρείς.Ζουν μέσα στης καρδιά τους τ΄ άγιο βήμα τη βαθύτατη ουσία της ζωής.Και μόνο σα φύγουν απ΄ανάμεσά μας, νοιώθουμε την πλούσια ανθρωπιά τους, γιατί από την απουσία τους την μεγάλη πνιγόμαστε, σαν όταν λείπει ο αγέρας απ΄την γή μας…Πνεύμα ήταν κι αυτοί και φύγαν. Ένα κενό ατέλειωτο μες στην ψυχή μας μένει, που ψάχνει η άμοιρη τρόπους να βρη να τους γεμίσει , να ησυχάσει. Και τρόπος άλλος δεν υπάρχει, αυτό το άνοιγμα να κλείση, παρά αυτή την πνοή, που δρόσιζε και μας ζωογονούσε, μες τη ζωή μας να τη φέρουμε, πνεύμα και ζήση το έργο τους να κάνουμε σκοπό.
Στην αγάπη προς το τραγούδι αυτού του ταπεινού ανθρώπου, του σεβαστού πατέρα του συζύγου μου, Παναγιώτη Κουτσκουδή, που τον έκανε να κρατήσει στη μνήμη του αγράμματος κι αδιάβαστος, μα μερακλής της τέχνης και της ποίησης, όλο τον όγκο των τραγουδιών, που ακολουθούν, αφιερώνω τούτο το έργο σεμνά και ταπεινά έργο δικό του της ζεστής καρδιάς του δείγμα αθάνατο μαζί με το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου. Είχε την υπομονή και τη λαχτάρα λέξη με λέξη να μου τα πεί, για να τα γράψω.Οχι για να γραφτούν, θα έλεγες, μα για να ξαλαφρώσει ίσως την ψυχή απ΄το φορτίο της ζωής της κουρασμένης, που τόσο πόνο σιωπηλό κι ανομολόγητο του χάρισε. Ηταν ένα «ξεφόρτωμα», μια ανάσα στο λιοπύρι της ζωής, ένα λιμάνι απανεμιάς στην τρικυμία η ευκαιρία τούτη η πολύτιμη, σύγκαιρα σωστική, να πεί όσα τραγούδια αγάπησε κρυφά, μέσα στα μύχια της καρδιάς του, φυλαγμένα από τα βέβηλα τα μάτια μακρυά.Κι έπαιρνε αλήθεια τη δύναμή τους όλη κι ετρέφονταν η ψυχή του η δόλια και συνέχισε έτσι το ταξείδι ανάμεσα στα εξαγριωμένα κύματα χρόνια πολλά και γέρος –αιωνόβιος- πια μα δυνατός κι ακλόνητος ακόμα ταξιδεύει γερά κρατώντας το τιμόνι της μικρής της βάρκας, μες της ζωής τη θάλασσα την άγρια.